μυθωδῶς

μυθωδῶς
μῡθωδῶς , μυθώδης
legendary
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυθώδης — ες (Α μυθώδης, ῶδες) [μύθος] αυτός που μοιάζει με μύθο, ο πλαστός («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον ὄντα μυθώδη πίστιν ἔσχε», Πλούτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής πραγματικότητας, υπερβολικός, αφάνταστος, αμύθητος, παροιμιώδης («μυθώδη… …   Dictionary of Greek

  • μυθοειδώς — μυθοειδῶς (Α) επίρρ. μυθωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μυθοειδής] …   Dictionary of Greek

  • ИУСТИН ФИЛОСОФ — [греч. ᾿Ιουστῖνος Θιλόσοφος] (кон. I нач. II в., г. Флавия Неаполь 165, Рим), мч. (пам. 1 июня), апологет, отец Церкви. Жизнь Мч. Иустин Философ. Роспись ц. свт. Николая мон ря Ставроникита, Афон. Мастера Феофан Критский и Симеон. 1546 г. Мч.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”